Δευτέρα

ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ Ο ΕΥΡΙΠΟΥ






«Εκεί, προς τις γραμμές του νότιου απείρου

περήφανο ως λικνίζονταν το πλοίο

με δυο γλαρά φουγάρα και ονείρου

φώτα χρυσά - η Κυρία μ' ένα βιβλίο[1]»

στο χέρι έστεκε και θωρούσε πέρα μακριά, τα χάη.



--------------------------------------------------------------------------------

[1] Απόσπασμα από το ποίημα «Το πλοίο, ο Τιτανικός»


Αυτό το πλοίο που όλο φεύγει, φεύγει και βυθά στα ατέλευτα χάη των οριζόντων αναζητούσε εναγωνίως αφ' όπου το 1913 ρίζωσε στη γνωστή του από 1913 Χαλκίδα - αιώνιος εραστής και υμνητής της - ο Γιάννης Σκαρίμπας, την οποία τρελά ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή που την είδε, καθώς ο ίδιος ‘‘ο πληβείος'' των ελληνικών γραμμάτων μας ομολογεί: «Έτσι, με πάμφωτο ξανά του νου μου το κρύσταλλο και γύρω μας τον Ευβοϊκό να κοχλάζει, αντικρίσαμε την περιπόθητη πόλη μας ορθό λελέκι, με πάνω της σαν άσπρο κομφετί χίλιους γλάρους την είχε λες με κιμωλία ο Εύριπος εκεί στο βάθος χαράξει.

Το πλοίο μας τη χαιρέταγε, πάλλοντας μια τεράστια - άφρων- βεντάλια στην πλώρη».

Αυτό το πλοίο - ο Σκαρίμπας, « Ο χαλκιδεότερος απάντων Χαλκιδέων»- τον Ευβοϊκό, ποτέ του δεν τον αποχωρίστηκε, αν και πάντα ως δημιουργός ο μπαπμπα-Γιάννης μέσα από τους στίχους ή τα πεζά του εναγωνίως αναζητούσε ένα πλοίο, ένα τρένο, έναν γλάρο για να ταξιδέψει στου απείρου τα φτερά.

«Ωρα καλή στου απείρου την καρδιά

γλάρε μου βραδινέ που φεύγεις - πλοίο,

μετά από σένα η νύχτα, η σιγαλιά,

η κάμαρά μου, ένα φωσάκι, ένα βιβλίο.

Πηγαίνεις σύ..... Εγώ εκπεσμένο αλαργινό

αδέρφι σου νοσταλγικό εδώ μένω

ένα βιβλίο, ένα φωσάκι - και πονώ -

μια καμαρούλα - αδέρφι μου υψωμένο.»

Αυτό το εκπεσμένο, αλαργινό αδέρφι του γλάρου για επτά δεκαετίες θα στέκει με το βιβλίο στο χέρι και του εκτελωνιστή τη χαρτούρα σε κάποια από τις όχθες του Εύριπου προσμένοντας

«ένα - με γυάλινα πανιά - πλοίο που πάει

όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο που πέφτει εκτός

όξ' απ' τον κύκλο των νερών - στα χάη [1]»

για να βγει επιτέλους έξω από τα στενά επαρχιακά και ασφυκτικά όρια της πόλης, της πόλης του, που γρήγορα και σε βάθος απύθμενου χρόνου γίνεται ο ανέσπερος φάρος και η γοργοτάξιδη στην ορμή του πνευματικού αγέρα σημαία της, αυτός ο εξ Αγίας Ευθυμίας Παρνασίδος ορμόμενος τριπεθαμίτης με τη σκούφια Σκαρίμπας, που «φοράω (πλέον, όπως ο ίδιος εξομολογείται) μετά τα φτερνίσματά μου, εγώ ο και σαββατογεννημένος παρδαλομάτης νιόβγαλτος Ιωάννης. Αυτό των βιογράφων μου μη τους ξεφύγει. Επίσης, (λέει) η μακαρίτισσα η μάνα μου, καφεμαντέψαντος το κατοπινό μεγαλείο μου, έχει τις φασκιές μου φυλάξει. Τους βιογράφους μου και λοιπούς γραμματολόγους μου παρακαλώ το παρόμοιο ... Τώρα, από πού εμπνεύστηκα εγώ το «θείο Τραγί» μου; Μα από κάτι τέτοιους ατσήδες... που τους αρέσει ο Μπραμς[2].»

Αναμφίβολα, οι εμπνεύσεις του Σκαρίμπα πρωτόφαντες και αστείρευτες, ο λόγος του: καθαρά προσωπικός, καυστικός, ανελέητος, πρωτότυπος και πρωτόγνωρος.

Βουτώντας, λοιπόν, μες στην κολυμβήθρα του απρόοπτου, του παράδοξου, του παράλογου, του απίθανου, του απροσδόκητου, του χιούμορ, της φάρσας, του τραγικοκωμικού, του ευτράπελου εμφανίζεται επίσημος και αρτιμελής στα ‘‘Ελληνικά Γράμματα'' «μ' ένα διήγημα - έκπληξη (για το οποίο) η επιτροπή (μας) σάστισε», καταπώς ομολογεί ο εκ των μελών της Κώστας Καρθαίος εν έτει 1929 για το διήγημα του Γιάννη Σκαρίμπα « Ο Καπτάν Σουρμελής ο Στουραϊτης». Αυτό του το εγχείρημα του αποδίδει το Α΄ βραβείο, το οποίο αποδέχεται πικρόχολα και σαρκαστικά: «Λοιπόν, τι λένε αυτοί; Είμαι δά τόσο σπουδαίο!... Μωρέ, μπράβο μου! Είδες με; Μια κι έξω.... Έγινα μονομιάς συγγραφέας ... Ποιος; Εγώ ο δεκάρχης τελωνειακός και μέλλων απότακτος ιατρογνώμων...»
«Σκαρίμπας, ο Ευρίπου»

Από τότε, φτεροκοπά ασίγαστα με μια γλώσσα ιδιότυπη (αυτός ο λεξιθήρας της λαϊκής και της αργκό γλώσσας, αλλά και άφθαστος λεξιπλάστης) και μ' ένα ύφος εντελώς προσωπικό - το «αλά Σκαρίμπα ύφος» - για τους δικούς του πολυδαίδαλους πνευματικούς δρόμους: «Καημοί στο Γριπονήσι», «Το θείο Τραγί», « Μαριάμπας», «Ουλαμούμ», «Το σόλο του Φίγκαρω», «Εαυτούληδες», « Ο ήχος του κώδωνος», « Περίπολος Ζ΄», «Το Βατερλώ δύο γελοίων», « Η μαθητευομένη των τακουνιών», « Φυγή προς τα εμπρός», «Βοϊδάγγελοι», « Ο Σεβαλιέ Σερβάν της κυρίας», «Το '21 και η αλήθεια», «Τυφλοβδομάδα στη Χαλκίδα», «Τρεις άδειες καρέκλες», « Τα πουλιά με το λάστιχο», « Τα Καγκουρώ», «Σπαζοκεφαλιές στον ουρανό», « Αντι-Καραγκιόζης ο Μέγας», « Η κυρία του τρένου», « Ο πάτερ Συνέσιος» - με σειρά εκδόσεως - αποτελούν την πλούσια, πολύκροτη και πολύμορφη πνευματική οδοιπορία του Γιάννη Σκαρίμπα, του θρυλικού μπαρμπα - Γιάννη, όπως τον γνώρισε, τον θαύμασε ή πετροβόλησε το Πανελλήνιο.

Αντιφατικός, καυστικός, ανατρεπτικός ( στο λόγο, τις ιδέες, την πνευματοκτόνα συντακτικογραμματική των φιλολογιζόντων μορφή της γλώσσας), ευφάνταστος, δημιουργικός, ανοιχτόθυρος. Για τούτο, πολλούς ενόχλησε, πολλών τη στάση και πολλά καυτηρίασε ή ανέδειξε, θαμμένα ως τότε στο σκότος του καλωσπρεπισμού, της άγνοιας, ή του «αλλουβρεχιτισμού» της «ιστορικάντζας» και της α-πνευματικής οδοιπορίας των «διαγνοουμένων» του, μεγαλοσχημόνων της ακαδημαϊκής, πανεπιστημιακής και λογοτεχνικής των Αθηνών κοινότητας, που « παρλεβουφράνιζε ρουμελιστί ή σπιτίγγλιζε φορτοπαράσημη, υψηλοκάπελη, αδαμαντοκόλλητη» και έχουσα υποστεί μιας άνευ ορίων «κατακουτελικήν αριστοκρατίτιδα», καταθέτοντας τις κίβδηλες μετοχές της εις «το αλλουβρεχείον της αλήθειας», πορωμένοι με ένα άνευ ορίων και όρων υποκριτικό και άσοφο «υγιοσκεφτομενιλίκι».

Αυτήν την «πνευματική μας ηγεσία», που εναγωνίως πάλευε να μη δοθεί το Νόμπελ λογοτεχνίας στον Άγγελο Σικελλιανό, το Γιάννη Ρίτσο, τον Κώστα Βάρναλη, το Νίκο Καζαντζάκη, αμείλικτα στηλίτευε ο Γιάννης Σκαρίμπας και «πετούσε - τους - καταπρόσωπο, σ' αυτούς τους ευνουχιστές της Ιστορίας και τους αλλουβρεχήτες της αλήθειας [3]», το κάθε του βιβλίο, το κάθε του άρθρο, το κάθε του σημείωμα, την κάθε του ιστορία ή συνομιλία με απλούς ή επώνυμους πολίτες που ασταμάτητα συνέρρεαν γύρω του για να φωτιστούν από το λόγο του ή και να χλευάσουν αυτόν τον «πολιό γέροντα» των τρελών νερών με τις μυριάδες παραξενιές και την κοφτερή ρομφαία του νου και της γλώσσας, που έστεκε φαροστάτης ορθός στο ακρόπρωρο του Ευρίπου περιστοιχισμένος: των αρλεκίνων του, των παλιάτσων του, των χαρτονόμουτρών του, των «μυλαίδων κυριών» του, των Νινών του, των ερώτων του με πρόσωπα φανταστικά ή πραγματικά, των κουκλίτσικων ρομποτικών αθυρμάτων του, των ‘‘τσιγκιζουσών χαλκιδαίων γαλών'' του, των Σουρούπηδών του, των Μαριάμπηδών του!... Κι από κοντά χόρευε, χόρευε τρελά και πολύσπαστα τη γλώσσα, δίνοντάς της άλλο βάθος και προοπτική, και γραφή επί χάρτου φωνητική, σκαριμποσύνταχτη και πολύστικτη, μετεωριζόμενη με σιγουριά και ασφάλεια ανάμεσα στους δύο κόσμους με τα πολύτροπα σύμβολα του Σκαρίμπα, του κόσμου του πραγματικού και του κόσμου του ψυχεδελικού, του φανταστικού και υπέρκοσμου, τον οποίο διακαώς αποζητούσε ο Σκαρίμπας ερευνώντας το «ανερεύτητο» και πιάνοντας πολλές φορές τον εαυτό του να αναρωτιέται, λέγοντας: «Αχ, πόσο άθεος είμαι, θεέ μου!»...

Αντιφατικός, οξύνους, θυμόσοφος, φιλειρινιστής ως το μεδούλι ο και εισπηδήσας εις τα χαρακώματα του μακελάρικου, μακεδονικού μετώπου , πολύτροπος, πολύγνωμος και υψηλόφρων κυρ Γιάννης, ο και σε όλα τα είδη του λόγου ευτρυφείσας. Αυτός, λοιπόν, ο Σκαρίμπας, λίγο πριν «αποδημήσει εις Κύριον» - (την 21 Ιανουαρίου 1984) πλήρης ημερών (ενενηκοντούτης ήδη) - δήλωνε εμφαντικά : «Εγώ..., δεν μετάλαβα για να καλοπιάσω το Θεό, μη και με ρίξει στο κολαστήρι του ... Εγώ, να το ξέρετε, το Θεό δεν τον φοβάμαι, γιατ' είναι φίλος μου. Τόσην ώρα συνομιλώ μαζί του, μ' ακούει και τον ακούω .... Τα πάμε μια χαρά ...»

Ετσι, λοιπόν, αυτό το «Σπασμένο καράβι» των γραμμάτων μας με τον αριστοφάνειο καυστικό λόγο και την ιδιότυπη γραφή, όχι ως «γκρεμισμένο νεκρό», όπως λέει στο ομώνυμο ποίημα - τραγούδι του, αλλά ορθόπλωρο, αχτινοβόλο, νευότευκτο και πασίθωρο πλοίο ξάπλωσε πα «σ' αμμουδιά πεθαμένη και σε κούφιο νερό» στην ακτή του Ευρίπου. Από τότε, στέκει εκεί παντοτινός του φωτοστάλτης και λαμπερός κόχυλας πορφυρούχος αείφωτος και αείδροσος, θωρώντας τον από τις πλαγιές της Κάνηθος, δίχως καμιά να αναμένει «επίθεση δόξης» απ' όλους τους «Εαυτούληδες» που ως «θίασος, (ως) λερή συνοδεία προσπαθούν να μοιράσουν σαν λύκοι / μεταξύ τους - για ρόλους των - κάθε μια (του όπως λέει) αηδία κάθε τι ρεζιλίκι.....».

Σίγουρα και αναμφίβολα, αυτός ο πάντα σαρκάζων και μονίμως κυνικά αυτοσαρκαζόμενο Διογένης των γραμμάτων μας, καμιά δε θα 'θελε «επίθεση δόξης» αλλά η Χαλκίδα « πού στόνα πόδι στέκει / (...) λες και χτίστηκε με γλαρή κιμωλία / όρθιο (ως) πόλη λελέκι» πολλά του οφείλει, μα λιγοστά ως σήμερα έπραξε. Ναι, δε λέμε και, μετάλλιο του έδωσε , και σύνταξη του έβγαλε, και τον ενταφίασε - ένα τόλμημα, αλήθεια αυτό - στο αγνάντιο της Κάνηθος, και στέγασε τις καραγκιοζοφιγούρες του ως και κάποια προσωπικά του αντικείμενα, και του έκαμε και κάποια μουσικοφιλολογικά αφιερώματα, αλλά δεν τόλμησε να αποκτήσει το σπίτι - που φιλοξένησε το μεγάλο μαιτρ των γραμμάτων μας και τους τόσους φίλους του - για να το κάμει μουσείο του. Αντίθετα, το άφησε να μετατραπεί σε άμορφη μάζα ερειπίων!... Δεν έφτιαξε μια προτομή του (το υποσχέθηκε πλέον ο Κος Νομάρχης, το επιθυμεί διακαώς και ο γλύπτης κος Καραχάλιος), δε διοργάνωσε τα περιλάλητα «Σκαρίμπεια», τα αναφυόμενα σε τακτά χρονικά διαστήματα και εμπλουτιζόμενα με: έρευνες για το έργο του, λογοτεχνικούς διαγωνισμούς εγχώριας και παγκόσμιας εμβέλειας, συγκριτικές μελέτες, συνεδριακές συνάξεις, νέες θεατρικές και μουσικές - των έργων του - παραστάσεις, κ.ά.

Αυτά και πολλά άλλα οφείλει η Χαλκίδα στον κορυφαίο της λογοτέχνη και λογοπλάστη Γιάννη Σκαρίμπα και μάλιστα άρτια οργανωμένα, πολύμορφα και πολύπλευρα αφιερώματα με την ενεργό συμμετοχή του Συλλόγου των Φίλων του Γιάννη Σκαρίμπα αλλά και όλων των πνευματικών δυνάμεων του τόπου με την ευκαιρία των 20 χρόνων από το θάνατό του αλλά και επέκεινα κάθε 2 ή 3 χρόνια.

ΥΓ







Κ. Μπαϊρακτάρης.

Χαλκίδα 15/2/2004





--------------------------------------------------------------------------------

[1] Απόσπασμα από το ποίημα «Φαντασία»

[2] Γιώργου Παπαστάμου : « Σκαρίμπας», εκδόσεις Βασδέκη

[3] Γιάννη Σκαρίμπα « Το 21 και η αριστοκρατία του», αφιέρωση στο βιβλίο, σελ. - 7.

ΥΓ Ι. Ό,τι υπάρχει εντός των εισαγωγικών, είναι δάνειo από το έργο του Γ. Σκαρίμπα.

ΙΙ.Στο διάστημα από το 2004 έως το 2007 έχουν γίνει πράξη δυο από τις προαναφερθείσες προτάσεις:

α. Πανελλήνιο Συνέδριο για το έργο του Γ. Σκαρίμπα στη Χαλκίδα με πρωτοβουλία της ‘‘Ένωσης Φιλολόγων ν. Εύβοιας'' το Νοέμβρη του 2005

β. Αποκαλυπτήρια της προτομής του Γ. Σκαρίμπα στην παραλία της Χαλκίδας με δαπάνες της ‘‘Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ν. Εύβοιας'' το Δεκέμβρη του 2006.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΟΥΛΑΛΟΥΜ

ΧΑΛΚΙΔΑ

ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ"ΦΙΛΟΙ Γ.ΣΚΑΡΙΜΠΑ"

ΣΤΙΣ ΠΕΤΡΟΚΟΛΩΝΕΣ

ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ

ΒΑΤΕΡΛΩ ΔΥΟ ΓΕΛΟΙΩΝ

Τρίτη

ΣΚΑΡΙΜΠΟΛΟΓΗΜΑΤΑ


«Με θάρρος ανθρώπων ελεύθερων τα ‘‘Νεοελληνικά Σημειώματα'' άρχισαν να χαράσσουν το δρόμο τους. Παρά χανόμενα μες σε μια ανάξια παρακμή σχημάτων και λόγων, με σκέψη γοργή και αγαθή, θα δουλέψουν πιστά πάνω στην προσπάθειά τους την τίμια, να εχτοπίσουν από τα τελευταία τους καταφύγια - Πανεπιστήμιο, Ακαδημία, Γυμνάσια - τον σχολαστικισμό και την ψώρα. Για να μην εξαφανιστούμε σα ράτσα, θα δώσουμε όλοι μαζί την τελευταία αυτή μάχη του Έθνους κατά των λογιοτάτων του κέντρου.»

Αυτά, ορθά κοφτά και περίτρανα διακήρυττε ο ‘‘τελευταίος του Ευρίπου κονταρομάχος'' Γιάννης Σκαρίμπας στην πρώτη έκδοση του περιοδικού του ‘‘Νεοελληνικά Σημειώματα'' κατά το εαρινό (καλή και τώρα ώρα) πρωτόμηνο του μεσοπολέμιου - των ποικίλων ταραχών και αναστατώσεων - έτους 1937. Ήταν μια εποχή, κατά την οποία ο Σκαρίμπας ορθόπλωρος και άλκιμος διέσχιζε τα λογοτεχνικά κανάλια του καιρού του, αμιλλόμενος να υψώσει την αναγεννησιακή ρομφαία του λόγου του σε κορυφές της τέχνης περίοπτες.

Ο λόγος του πρωτόφαντος, καυστικός, δροσερός, αριστοφάνειος.

Σαν λίγο πριν, στα 1929, είχε βραβευθεί για το διήγημά του ‘‘Καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης'', ο Φώτης Κόντογλου, ο οποίος ηγούνταν της κριτικής επιτροπής του λογοτεχνικού διαγωνισμού, έλεγε και ετούτα: «Ο κ. Σκαρίμπας έχει ήδη ύφος δικό του και αυτό είναι το πιο σπουδαίο προσόν που μπορεί να ζητήσει κανείς από ένα συγγραφέα. Και το πέτυχε, γιατί στηρίχτηκε αποκλειστικά στα δικά του όρια, στο δικό του, στο γνώριμό του έργο. Ο αναγνώστης αισθάνεται ότι ασφαλώς ο συγγραφέας και ο άνθρωπος είναι ένα, ταυτίζονται, πράγμα σπάνιο.» Και ο Σκαρίμπας σχολιάζοντας τα λεγόμενα της επιτροπής με το δικό του χαρακτηριστικό αυτοσαρκαστικό και ειρωνικό τρόπο, πασιχαρής εξεστόμιζε: «(Μπρε, μπρε,) τι λένε αυτοί; Είμαι δα τόσο σπουδαίος... Μωρέ, μπράβο μου! Είδες με; Μια και έξω... Έγινα μονομιάς συγγραφέας... ο δεκάρχης - εγώ τελωνειακός - και μέλλον απότακτος ιατρογνώμων... Είδες με... Είδες με!...»

ολάστρινη).


Ναι, ναι τον είδαμε το Γιάννη Σκαρίμπα να γεννιέται στα 1893 στην Αγία Ευθυμία Παρνασίδας, να περνά στο Αίγιο τα γυμνασιακά του χρόνια, να εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών (όπου - αυτός ο αφουγκραστής και δεινός λογοθήρας του λαϊκού λόγου και μέγας σμιλευτής του απλοϊκού γλωσσικού θησαυρού των ανθρώπων που ποικιλοτρόπως συναναστρεφόταν - ασφυκτιά και γοργά θα δραπετεύσει, για να στήσει το δικό του λογοτεχνικό μπαϊράκι κάπου στις παλίρροιες αύρες του Ευρίπου από το 1919 ως το 1983, οπότε και εβόησε το κύκνειο ρόγχημά του: ‘‘Ω, τι ωραία, πεθαίνω!''

Όλη αυτή τη μακρά περίοδο του βίου του παρέμεινε καλά ριζοβολημένος στην ευβοϊκή γη, ασκώντας το επάγγελμα του εκτελωνιστή και παραλλήλως υπηρετώντας πιστά και ανυποχώρητα την εράσμια τέχνη του λόγου με το δικό του προσωπικό - το ‘‘αλα-Σκαρίμπα'' - ύφος, το οποίο είχε διαφανεί και διαπιστωθεί, ως είδαμε από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση στα νεοελληνικά γράμματα κατά τις παρυφές της εκρηκτικής λογοτεχνικής δεκαετίας του 1930 των Ρίτσου, Ελύτη, Σικελλιανού, Σεφέρη και των άλλων ιερών τεράτων του ελληνικού λόγου, που τότε πρωτάνοιγαν τις κουρτίνες του δικού τους αθώριαστου ήλιου.

Κι από κοντά ο Σκαρίμπας Εωσφόρος καθάριας πρωίας λάμπων εν ζωή και λογοτεχνικά. Ο Σκαρίμπας, ο οποίος - πάντα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με χαρακτηριστικό αυτοσαρκαστικό χυμώδη τρόπο και χιούμορ μεστό - αυτοσυστηνόταν:

Να 'μαι, λοιπόν, κι «Εγώ ο ταπεινός απλοέλληνας και πληβείος μαθητής, ο ‘‘μικροπρομηθεϊκός''

ο των λιμενοβραχιόνων λάθρα βιώσας εν επαρχία, (...) ο εκ Παρνασίδος ξενομερίτης και χαλκιδεότερος απάντων των Χαλκιδέων, ο περιπλανόμενος των δύο οχθών του Ευρίπου».

Από εκεί, για χρόνους και χρόνους μεγαλουργούσε με το ιδιαίτερο, ιδιότυπο και δηκτικό πνεύμα και ύφος του ο Γιάννης Σκαρίμπας. Ήταν έξι πλήρεις δεκαετίες αστείρευτης έμπνευσης και δημιουργίας στους χώρους της μυθιστορίας, του διηγήματος, της ποίησης, του θεατρικού λόγου, της ιστοριογραφίας, του δοκιμίου.


Γλάρος ο ίδιος έκρωζε περιπαθώς για την αιώνια ερωμένη του, τη Χαλκίδα, έκαμνε να φύγει πάνω στους γλάρου τις λευκές φτερούγες, τρύπωνε - ‘‘Σπασμένο Καράβι'' - στις τσιμινιέρες των πλοίων του Ευβοϊκού και της φαντασίας του ή στον ορυμαγδό των τρένων της αειφυγίας του, μα ποτέ δε διανοήθηκε - αυτός ο, με πίλο κλόουν πολύγραφος πενοκράτης του λόγου, μαιτρ - να την απαρνηθεί και την εγκαταλείψει. Και αυτή εφρόντισε αιώνια στα σπλάχνα της να τον κρατά διαμάντι ακριβό, καθώς το μνημούρι του έστησε στις πλαγιές του λόφου της Φούρκας (Καράμπαμπας), απ' όπου ατενίζει τους γλάρους του, τις μυλαίδες κυρίες των σαλονιών της εμνεύσεώς του ή των παρίων της ζωής ηρώων του, ανυπότακτων κούκλινων ή ανθρώπινων ανδρεικέλων του. Ανρείκελα, ήρωες που δεν είναι άλλοι από τον ίδιο το Σκαρίμπα και τους περί αυτόν εν νου ή πραγματικότητα βιώσαντας, τους οποίους και εχρησιμοποίησε πλαστουργικά για να - με ζαβή κιμωλία - σχεδιάσει την απόπατη του κόσμου όψη. Σάμπως, ο Μαριάμπας ή ο Αντώνης Σουρούπης του δεν είναι ο ίδιος ο Σκαρίμπας ή η Άναμπελ Λη ή η Μαρία Δεπάνου δεν είναι οι ονειροφαντασίες για τις γυναίκες της καρδιάς του, σαν την ώρια εγγονή του Στρατηγού του 1821 Νικόλαου Κριεζώτη Φιγέττα (την οποία πλατωνικά με πάθος αγάπησε, όπως και ο βασιλιάς Αλέξανδρος που τελικά πήγε στα '20 από δάγκωμα πιθήκου στη Θεσσαλονίκη, μα και η ίδια στα 33 της από πληγή που της έκαμαν τα ολόλαμπραα παπούτσια της κι έκτοτε έμεινε εντός του ιδανική και ωραία, και στη γραφή του βασίλισσα εμπνεύσεως αστείρευτη και οπτασία καθάρια,

Ακροπατώντας ανατρεπτικά ή λοξώς ισορροπιστικά μεταξύ λογικού και παραλόγου, σοβαροφάνειας και χλεύης, πραγματικού και εξωλογικού, εκ συνειδήσεως λαθρεπιβάτης επί των επισειόντων του ανέμου και των Νεφουριών πολυτάραχων του Ευρίπου πτερύγων σε ‘‘σπασμένους'' ετραβούσε ‘‘δρόμους'' ιδίους, σαγηνευτικούς και σκαρίμπειους, παίζοντας το δικό του ατέλευτο του ονείρου των σκιών θέατρο πολυπρόσωπο. Έτσι, λοιπόν, εχάραζεν - με ζαβό διαβήτη έναν και χρώματα του πελάου σκοτεινά και μυστήρια - του κόσμου μια γελοιογραφική, πρισματικά ανάστροφη και λερή πολιτεία... Πολιτεία, της οποίας ο κόσμος είναι ένας άχλιος, αυτοσαρκαζόμενος διαρήκτης του αϊνσταϊνικού χωροχρόνου, ακροβάδιστος και μυστήριος μες στης αβύσσου το χαώδες του νου και της ψυχής πορφύρας ένα ιμάτιο μπλάβο.



«Διασπάζεις, είπανε, κυρ Γιάννη - και αυτό γίνεται για πρώτη φορά στη λογοτεχία μας - τον ειρμό και τη φυσική του λόγου ενότητα, για να προκαλέσεις, από τα νεφελώματα της οργιαστικής σου φαντασίας, τη μετάπτωσή μας στην πιο απότομη πραγματικότητα. Είσαι, Σκαρίμπα, είπανε, μια μεγαλοφυΐα! (...) Ε, και... Ας είμαι... Οι άλλοι πάλι, που είπανε πως είμαι του σουρεαλισμού... Εγώ αναρωτιόμαν, πού να το 'βρα - τάχα - τούτο το ρεύμα!... Τους απαντώ: ‘‘Από ένστικτο. Κυλάει μέσα μου σαν την παλίρροια του Ευρίπου.'' (...) Άλλοι πάλι προφεσόροι με πίλο κλόουν μεγαλοπαράσημοι, ζαλίζονται βλέποντας πώς τη ‘‘γλώσσα'' τη βάζω στα καλούπια του ‘‘αλα-Σκαρίμπα ύφους'' μου. Εγώ τους απαντώ ή καλύτερα τους πετώ κατά πρόσωπο: ‘‘Να, μωρέ, την υπέταξα μια και καλή. Με το πρώτο. Σαν τη γάτα ο νιόπαντρος. Κι ύστερα, δική μου πια. Τη ΄΄διέλυσα΄΄ στα στοιχεία της, όπως της ταίριαζε, όπως της πάγαινε κι απέ μάγος ταχυδακτυλουργός, την πειθαρχώ πλήρως, ν' ακούει με μιας και για πάντα τα κελεύσματά μου.»

Και, όντως, ο Σκαρίμπας αποσάθρωσε και ανάταξε τη γλώσσα και το ύφος του λόγου σε δικούς του Παρνασσούς και Ολύμπους: στην αντιπολεμική ‘‘Φυγή (του) προς τα εμπρός'' (τη βγαλμένη μέσα από τα αμπριά της προσωπικής του σκληρής και απάνθρωπης εμπειρίας από την εξάχρονη ευζωνική του θήτευση στα θέρετρα των μαχών της δεκαετίας του 1920), στο ‘‘Μαριάμπα'' του, ‘‘Το Βατερλώ των δύο γελοίων'' του, ‘‘Τα πουλιά με το λάστιχό'', ‘‘Τη μαθητευομένη των τακουνιών'', ‘‘Το θείο (του) τραγί'', ‘‘Τον πάτερ Συνέσιό '' του, ‘‘Τον Ήχο του Κώδωνός'' του, ‘‘Τους καϋμούς στο Γριπονήσι'' του, ‘‘Το σόλο του Φίγκαρω'', ‘‘Τις σπαζοκεφαλιές στον ουρανό'', ‘‘Τις τρεις άδειες καρέκλες'' του, τον ‘‘Αντικαραγκιόζη το Μέγα'', το τρίτομο ‘‘Το '21 και η αλήθεια'', ‘‘Το '21 και η αριστοκρατία '' του, την ‘‘Τυφλοβδομάδα στη Χαλκίδα'' και άλλα τινά.

Λόγος καθ' ολοκληρίαν ποιητικός πηγαίος και μαστίγιος ο σκαριμπικός, αστείρευτος, κρυστάλλινος και πρωτοείπωτος, τέρπει, δονεί, ξαφνιάζει ευχάριστα και απορητικά, εμπνέει και φωτοδοτεί. Λόγος ιδιαίτερος και ιδιότυπος, σαγηνευτικός, δύσθυμος, αμφίσημος και πολύσημος, γίνεται στις μέρες μας αντικείμενο μελέτης και από πολλά εγχώρια πανεπιστήμια, αλλά και του εξωτερικού, δικαιώνοντας το δημιουργό τους, μα και την προφητική του ρήση: ‘‘Η μάνα Ελλάδα, τώρα με κοιλοπονάει.''

Τώρα και εσαεί, καλέ μας μπαρμπα-Γιάννη, η Ελλάδα σου - που ιδιοπαθώς ελάτρεψες - θα σ' έχει πετράδι της του λόγου ακριβό και εκείνοι τους οποίους με την αιχμή της πολύκοφτης πένας σου εράπιζες, σήμερα το γόνυ τους ευλαβικά το κλείνουν μπρος στην αξιοσύνη της σμαραγδένιας αψάδας της γραφής σου.


Και να, που τώρα κι εδώ στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών μικρό γεφύρι μνήμης και τιμής μια εαρινή πρωία με της αυγής τα ροδαλά μετάξια βαλθήκαμε να σου κεντήσουμε, ‘‘στάλμα'' μας ταπεινό προς εσέ που τώρα πλέεις ‘‘εκεί στις γραμμές του νότιου απείρου (με το ποθεινό σου ένα με) γυάλινα πανιά πλοίο που πάει όλο βαθιά/ όλο βαθιά και πέφτει εκτός/ έξω απ' των κύκλο των νερών - στα χάη'', στην αιωνιότητα .



Κώστας Μπαϊρακτάρης

Χαλκίδα 21/2/2008